ὀργιαστής

ὀργιαστής
ὀργι-αστής, οῦ, ,
A one who celebrates

ὄργια, μυστηρίων ὀργιασταί Id.2.417a

;

τῆς Ἴσιδος App.BC4.47

; τῆς Ἀκαδημείας ὀ. an enthusiastic adherent of the Academy, Plu.2.717d :—fem. [suff] ὀργι-αστίς, ίδος, IG2.1413,1414.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οργιαστής — ο (Α όργιαστής, θηλ. ὀργιαοτίς, ίδος) [οργιάζω] νεοελλ. αυτός που κάνει όργια, που είναι έκδοτος στην ακολασία αρχ. αυτός που τελεί θρησκευτικά όργια («ὀργιαστὴς τῆς Ἴσιδος», Αππ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀργιασταῖς — ὀργιαστής one who celebrates masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιασταί — ὀργιαστής one who celebrates masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιαστήν — ὀργιαστής one who celebrates masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιαστῶν — ὀργιαστής one who celebrates masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιαστάς — ὀργιαστά̱ς , ὀργιαστής one who celebrates masc acc pl ὀργιαστά̱ς , ὀργιαστής one who celebrates masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διονυσιαστής — ο (Α διονυσιαστής) [διονυσιάζω] αυτός που μετέχει στις διονυσιακές γιορτές νεοελλ. αυτός που αγαπά τις έντονες διασκεδάσεις, οργιαστής, βακχευτής, ξεφαντωτής αρχ. οἱ Διονυσιασταί λατρευτικοί θίασοι τού Διονύσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”